τλημοσύνη

τλημοσύνη
ἡ, Α [τλήμων, -ονος]
1. καρτερία, υπομονή («τλημοσύνῃ καὶ ἀρετῇ πρὸς τὰ δεινὰ χωρούντων», Πλούτ.)
2. ταλαιπωρία, δεινά («ἀνθρώπων τλημοσύνας», Ύμν. Απόλλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τλημοσύνη — misery fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλημοσύνῃ — τλημοσύνη misery fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλημοσύναι — τλημοσύνη misery fem nom/voc pl τλημοσύνᾱͅ , τλημοσύνη misery fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλημοσύνην — τλημοσύνη misery fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλημοσύνης — τλημοσύνη misery fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλημοσύνας — τλημοσύνᾱς , τλημοσύνη misery fem acc pl τλημοσύνᾱς , τλημοσύνη misery fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”